- ἐνδοξότατα
- ἔνδοξοςheld in esteemadverbial superlἔνδοξοςheld in esteemneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνδοξοτάτας — ἐνδοξοτάτᾱς , ἔνδοξος held in esteem fem acc superl pl ἐνδοξοτάτᾱς , ἔνδοξος held in esteem fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξόταθ' — ἐνδοξότατα , ἔνδοξος held in esteem adverbial superl ἐνδοξότατα , ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc superl pl ἐνδοξότατε , ἔνδοξος held in esteem masc voc superl sg ἐνδοξόταται , ἔνδοξος held in esteem fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξότατ' — ἐνδοξότατα , ἔνδοξος held in esteem adverbial superl ἐνδοξότατα , ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc superl pl ἐνδοξότατε , ἔνδοξος held in esteem masc voc superl sg ἐνδοξόταται , ἔνδοξος held in esteem fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείθρο — το (Α κλεῑθρον, ιων. τ. κλήϊθρον, δωρ. τ. κλᾷθρον, αττ. τ. κλῇθρον) ο μοχλός με τον οποίο κλείνεται η πόρτα, η αμπάρα, ο σύρτης (α. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε διοίγεται», Σοφ. β. «τὰ δὲ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῑς κλείθροις και κλεισὶν… … Dictionary of Greek